- δαιμόνιος
- -α, -ο (AM δαιμόνιος, -α, -ον, Α και δαιμόνιος, -η, -ον και δαιμόνιος, -ον) [δαίμων]Ι. αυτός που προέρχεται από δαίμονα ή ανήκει σε δαίμονα(αρχ.-νεοελλ.) έξοχος, υπέροχοςαρχ.-μσν.υπερφυσικός, θεϊκόςαρχ.(στην επική γλώσσα) η κλητ. δαιμόνιε, δαιμονίη εκφράζει έκπληξη, θαυμασμό, οίκτο ή χρησιμοποιείται ως θωπευτική προσφώνηση («δαιμόνιε, φθίσει σε τὸ σὸν μένος»Αχ, καημένε, θα σε καταστρέψει η ορμή σου»)II. το ουδ. ως ουσ. δαιμόνιο, το (AM δαιμόνιον)1. ακάθαρτο, πονηρό πνεύμα2. ο Διάβολος, ο Σατανάς3. φρ. «εισάγω καινά δαιμόνια» ή «καινὰ δαιμόνια εἰσφέρω» — προβάλλω εντελώς νέες, ανορθόδοξες απόψειςνεοελλ.1. εξαιρετική ικανότητα, ιδιοφυΐα («πολιτικό δαιμόνιο», «καλλιτεχνικό δαιμόνιο»)2. (για παιδί) ζωηρό και ενοχλητικό, ζιζάνιο3. δαιμονική επίδραση («η κόρη τα μεσάνυχτα δαιμόνιο τήνε πιάνει)4. φρ. «τόν έπιασαν τα δαιμόνια» — είναι υπερβολικά οργισμένος, μανιασμένοςαρχ.1. η θεία δύναμη, το θείον2. η μοίρα(«τὰ τοῡ δαιμονίου» — οι εύνοιες τῆς μοίρας)3. ο όρος που χρησιμοποιούσε ο Σωκράτης για να ορίσει το πνεύμα που κυριαρχούσε μέσα τουIII. επίρρ. δαιμονίως και δαιμόνια (AM δαιμονίως)νεοελλ.με δαιμόνιο τρόπο, ευφυέσταταμσν.παράφορααρχ.παράδοξα και υπερφυσικά, με θεία επέμβαση.
Dictionary of Greek. 2013.